στρίγγλος

στρίγγλος
και στρίγκλος και στρίγγλης, ο, Ν
1. άνθρωπος δύστροπος και μοχθηρός
2. άνθρωπος που στριγγλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά από το θηλ. στρίγ(γ)λα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”